184
Eupolis
fr. 418 K.-A. (388 K.)
Poll. 7.83
τά δέ εργαλεία αυτών σμίλη, άφ’ ής καί τα σμιλεύματα έν Βατράχοις (819)
Άριστοφάνους, καί περιτομεύς, άφ’ ού τό περιτέμνειν. όπήτια δέ καί όπητίδια, ά καί
χηλεύματα έκάλουν οί ποιηταί. μάλιστα δέ ούτως ώνόμαζον τά των σχοίνους πλεκό-
ντων, ώς καί κράνη (κράνεα Hdt.) χηλευτά τά πλεκτά Ηρόδοτον (7.89.3) λέγειν· καί
Εϋπολις· σκύτινα χηλεύειν
(Leatherworkers’) tools include a smile (“cutting tool”), whence the smileumata
(“carvings”) in Aristophanes’ Frogs (819), and a peritomeus (“trimming knife”), whence
peritemnein (“to trim”). In addition, opetia and miniature opetia, which the poets also
called cheleumata (“plaiting devices”). But they used the latter term in particular for
the tools used by those who braid ropes, just as Herodotus (7.89.3) refers to plaited
helmets as braided helmets. Also Eupolis: to plait leather items
Meter σκύτινα χηλεύειν is -; perhaps anapaestic.
Citation context From a discussion of shoes and related terminology. Other
fragments of what appears to be the same original source are preserved at:
- Poll. 10.141 τά δέ σκυτοτόμου σκεύη· τομεύς έν Πλάτωνος Αλκιβιάδη
(129c) είρημένος, και σμίλη έν τη Πολιτεία (333a), καί καλάπους έν τώ
Συμποσίω (191a). καί περιτομεύς δ’ αν ρηθείη καί χηλεύματα καί όπεαρ
καί όπήτιον, ε’ίρηται έν Νικοχάρους Κρησί (fr. 12)·
τοΐς τρυπάνοις άντίπαλον ψ δπερ άρχίλιον ψ
Leatherworkers’ tools: a tomeus (“knife”) is mentioned in Plato’s Alcibiades
(129c), a smile (“cutting-tool”) in the Republic (333a), and a kalapous (“shoe-
form”) in the Symposium (191a). One could also use the words peritomeus
(“trimming knife”) and cheleumata (“plaiting devices”) and opear and ope-
tion, mentioned in Nicochares’ Cretans (fr. 12):
as a match for augers [obscure]
- Hsch. κ 2417 κεχήλωμαι πόδας· δέδεμαι συνερραμμένος τούς πόδας·
χηλεύειν γάρ τό ράπτειν, καί χήλινον τό πλεκτόν, ώς Ανακρέων (PMG
462), καί χήλευμα τό όπήτιον. Σοφοκλής Πανδώρα ή Σφυροκόποις (fr. 486)
I’ve had my feet plaited: I’m bound, my feet having been stitched togeth-
er; because cheleuein (“to plait”) means “to stitch”, and chelinon (“plaited
work”) is “woven work”, as in Anacreon (PMG 462), and a cheleuma (“plait-
ing tool”) is an opetion. Sophocles in Pandora or Hammerers (fr. 486)
- Poll. 7.172 χήλινον δέ άγγος, έχον πυθμένας ψ άγγεοσελίνων, όταν ε’ίπη
Ανακρέων (PMG 462), τό έκ σχοινιών πλέγμα δηλοΐ
Also when Anacreon (PMG 462) refers to a chelinon angos (“braided ves-
sel”), which has bases f he means an object woven from rushes
Eupolis
fr. 418 K.-A. (388 K.)
Poll. 7.83
τά δέ εργαλεία αυτών σμίλη, άφ’ ής καί τα σμιλεύματα έν Βατράχοις (819)
Άριστοφάνους, καί περιτομεύς, άφ’ ού τό περιτέμνειν. όπήτια δέ καί όπητίδια, ά καί
χηλεύματα έκάλουν οί ποιηταί. μάλιστα δέ ούτως ώνόμαζον τά των σχοίνους πλεκό-
ντων, ώς καί κράνη (κράνεα Hdt.) χηλευτά τά πλεκτά Ηρόδοτον (7.89.3) λέγειν· καί
Εϋπολις· σκύτινα χηλεύειν
(Leatherworkers’) tools include a smile (“cutting tool”), whence the smileumata
(“carvings”) in Aristophanes’ Frogs (819), and a peritomeus (“trimming knife”), whence
peritemnein (“to trim”). In addition, opetia and miniature opetia, which the poets also
called cheleumata (“plaiting devices”). But they used the latter term in particular for
the tools used by those who braid ropes, just as Herodotus (7.89.3) refers to plaited
helmets as braided helmets. Also Eupolis: to plait leather items
Meter σκύτινα χηλεύειν is -; perhaps anapaestic.
Citation context From a discussion of shoes and related terminology. Other
fragments of what appears to be the same original source are preserved at:
- Poll. 10.141 τά δέ σκυτοτόμου σκεύη· τομεύς έν Πλάτωνος Αλκιβιάδη
(129c) είρημένος, και σμίλη έν τη Πολιτεία (333a), καί καλάπους έν τώ
Συμποσίω (191a). καί περιτομεύς δ’ αν ρηθείη καί χηλεύματα καί όπεαρ
καί όπήτιον, ε’ίρηται έν Νικοχάρους Κρησί (fr. 12)·
τοΐς τρυπάνοις άντίπαλον ψ δπερ άρχίλιον ψ
Leatherworkers’ tools: a tomeus (“knife”) is mentioned in Plato’s Alcibiades
(129c), a smile (“cutting-tool”) in the Republic (333a), and a kalapous (“shoe-
form”) in the Symposium (191a). One could also use the words peritomeus
(“trimming knife”) and cheleumata (“plaiting devices”) and opear and ope-
tion, mentioned in Nicochares’ Cretans (fr. 12):
as a match for augers [obscure]
- Hsch. κ 2417 κεχήλωμαι πόδας· δέδεμαι συνερραμμένος τούς πόδας·
χηλεύειν γάρ τό ράπτειν, καί χήλινον τό πλεκτόν, ώς Ανακρέων (PMG
462), καί χήλευμα τό όπήτιον. Σοφοκλής Πανδώρα ή Σφυροκόποις (fr. 486)
I’ve had my feet plaited: I’m bound, my feet having been stitched togeth-
er; because cheleuein (“to plait”) means “to stitch”, and chelinon (“plaited
work”) is “woven work”, as in Anacreon (PMG 462), and a cheleuma (“plait-
ing tool”) is an opetion. Sophocles in Pandora or Hammerers (fr. 486)
- Poll. 7.172 χήλινον δέ άγγος, έχον πυθμένας ψ άγγεοσελίνων, όταν ε’ίπη
Ανακρέων (PMG 462), τό έκ σχοινιών πλέγμα δηλοΐ
Also when Anacreon (PMG 462) refers to a chelinon angos (“braided ves-
sel”), which has bases f he means an object woven from rushes