20
Aristophanes
τώ Βύβλω καταβαίνοντι κοπριών έπεσκεδάσθη κόφινος, Geop. XII 19,3 εις
κοφίνους ή έν κεραμίοις άχρήστοις βάλε γην σεσησμένην κόπρα» μεμιγμένην,
ύγροτέραν ποιήσας, XIV 8,3 τη δέ έξης ήμερα καί τα έκ τής κόπρου βάλε εις
κόφινον, καί έπανάγαγε την όρνιθα, καί κυβερνήσει πάντα; vgl. auch Thphr.
Char. 4,11 und Luc. Alex. 1); mit dieser Assoziation erklärt sich wohl auch der
Wortwitz in Straft, fr. 14 [Kinesias] ([A.] τά δ’ άλφιθ’ ύμϊν πώς έπώλουν; [Β.]
τεττάρων / δραχμών μάλιστα τον κόφινον. [Α.] τί λέγεις; μετρώ / έχρώντο
κοφίνω; [Β.] ψή < > τοΰτ’ αϋθ’ ότι / οίνου κόφινος, δυνάμενος τρεις χόας
/ πυρρών ταϊς κοφίναις ταύτά ταΰτα δυνάμενος!), wo sonst κόφινος als eine
boiotische Getreidemaßeinheit verwendet wird (vgl. Orth 2009, z. St.).
fr. 681 K.-A. (586. 587 K.)
ούδέν γλυκύτερον τών ίσχάδων
ούκ έστιν ούδέν γλ. τ. ίσχ. Blaydes
nichts (ist) süßer als die trockenen Feigen
Athen. XIV 652f
οϋτω δέ ήσαν περισπούδαστοι πάσιν άνθρώποις αί ίσχάδες, όντως γάρ, κατά τον
Αριστοφάνην, ούδέν {γάρ ούτως (όντως Musurus) secl. Casaubonus} γλυκύτερον τών
ίσχάδων, ώς καί Άμιτροχάτην τον τών Ινδών βασιλέα γράψαι Αντιόχω άξιοϋντα,
φησίν Ήγήσανδρος, πέμψαι αύτώ γλυκύν καί ίσχάδας καί σοφιστήν άγοράσαντα
Und die trockenen Feigen waren dermaßen von allen Menschen geschätzt, in der Tat
nämlich, nach Aristophanes-, daß sogar Amitrochates, der König Indiens, dem
Antiochos schrieb, sagt Hegesandros (Heges. fr. 43 FHG), und ihn bat, ihm Süßwein
und trockene Feigen und einen Weisen zu kaufen und zu schicken
Athen, epit. XIV 652f
ούδέν γλυκύτερον τών ίσχάδων Αριστοφάνης φησίν
-sagt Aristophanes
[lulian.] epist. 180 p. 229,12 Bid.-Cum. (U, Aid.)
Άριστοφάνει μέν ούν δοκεϊ πλήν μέλιτος είναι (είναι πλ. μ. Aid.) τών άλλων
(τών άλλων om. U, τών άλλων {πάντων} Kaibel) γλυκύτερον τάς ίσχάδας, καί ο ύ δ έ
τοΰτ’ άνέχεται τών ίσχάδων είναι γλυκύτερον, ώς αύτός έπικρίνας λέγει
Aristophanes wenigstens glaubt, daß außer Honig das Süßeste von allen Dingen
die trockenen Feigen seien, und nicht einmal von diesem wird zugestanden,
daß er süßer als trockene Feigen sei, wie er selbst in seiner weiteren Einschätzung sagt
Aristophanes
τώ Βύβλω καταβαίνοντι κοπριών έπεσκεδάσθη κόφινος, Geop. XII 19,3 εις
κοφίνους ή έν κεραμίοις άχρήστοις βάλε γην σεσησμένην κόπρα» μεμιγμένην,
ύγροτέραν ποιήσας, XIV 8,3 τη δέ έξης ήμερα καί τα έκ τής κόπρου βάλε εις
κόφινον, καί έπανάγαγε την όρνιθα, καί κυβερνήσει πάντα; vgl. auch Thphr.
Char. 4,11 und Luc. Alex. 1); mit dieser Assoziation erklärt sich wohl auch der
Wortwitz in Straft, fr. 14 [Kinesias] ([A.] τά δ’ άλφιθ’ ύμϊν πώς έπώλουν; [Β.]
τεττάρων / δραχμών μάλιστα τον κόφινον. [Α.] τί λέγεις; μετρώ / έχρώντο
κοφίνω; [Β.] ψή < > τοΰτ’ αϋθ’ ότι / οίνου κόφινος, δυνάμενος τρεις χόας
/ πυρρών ταϊς κοφίναις ταύτά ταΰτα δυνάμενος!), wo sonst κόφινος als eine
boiotische Getreidemaßeinheit verwendet wird (vgl. Orth 2009, z. St.).
fr. 681 K.-A. (586. 587 K.)
ούδέν γλυκύτερον τών ίσχάδων
ούκ έστιν ούδέν γλ. τ. ίσχ. Blaydes
nichts (ist) süßer als die trockenen Feigen
Athen. XIV 652f
οϋτω δέ ήσαν περισπούδαστοι πάσιν άνθρώποις αί ίσχάδες, όντως γάρ, κατά τον
Αριστοφάνην, ούδέν {γάρ ούτως (όντως Musurus) secl. Casaubonus} γλυκύτερον τών
ίσχάδων, ώς καί Άμιτροχάτην τον τών Ινδών βασιλέα γράψαι Αντιόχω άξιοϋντα,
φησίν Ήγήσανδρος, πέμψαι αύτώ γλυκύν καί ίσχάδας καί σοφιστήν άγοράσαντα
Und die trockenen Feigen waren dermaßen von allen Menschen geschätzt, in der Tat
nämlich, nach Aristophanes-, daß sogar Amitrochates, der König Indiens, dem
Antiochos schrieb, sagt Hegesandros (Heges. fr. 43 FHG), und ihn bat, ihm Süßwein
und trockene Feigen und einen Weisen zu kaufen und zu schicken
Athen, epit. XIV 652f
ούδέν γλυκύτερον τών ίσχάδων Αριστοφάνης φησίν
-sagt Aristophanes
[lulian.] epist. 180 p. 229,12 Bid.-Cum. (U, Aid.)
Άριστοφάνει μέν ούν δοκεϊ πλήν μέλιτος είναι (είναι πλ. μ. Aid.) τών άλλων
(τών άλλων om. U, τών άλλων {πάντων} Kaibel) γλυκύτερον τάς ίσχάδας, καί ο ύ δ έ
τοΰτ’ άνέχεται τών ίσχάδων είναι γλυκύτερον, ώς αύτός έπικρίνας λέγει
Aristophanes wenigstens glaubt, daß außer Honig das Süßeste von allen Dingen
die trockenen Feigen seien, und nicht einmal von diesem wird zugestanden,
daß er süßer als trockene Feigen sei, wie er selbst in seiner weiteren Einschätzung sagt