Des Athanasius Werk über das Leben des Antonius.
33
καί διαίταί,ς έξαψέτοις εύσταθεία τε ψυχής κ α ί καταστολή
σώματος, ώντεέλάλει ή έπραττεν, εύδίακαί άκυ-
μ ά ν τ ω τ ι ν ί γ α λ ή ν η , μήτε οργή ποτε μήτε γέλοκα μήτε ζήλω
μήτε φί,λονεικία μήτε άλλη ταραχή ή προπετεία άλί,σκόμενος oder § 13
τή δέ τών λεπτών καί εύαναδότων έδωδή συμμετρηθείς, κάκ τούτου
όλιγοϋπνίαν καί εύαύγειαν καί ψυχής καθαρότητα κτησάμενος,
ύγείαν τε άκρί,βεστάτην καί άπαρέγκλί,τον τοΰ σώματος oder § 96 (aus
Nicomachus) ωοντο γάρ δεΐν μή πρότερόν τινί, έντυγχάνειν πρίν ή τήν
ίδίαν ψυχήν καταστ'ησουσι, καί δί,αρμόσονται, τήν δί,άνοιαν. άρμόδιον δέ
είναι τή καταστάσει τ ή ς δ ι α ν ο ί α ς τήν τοι,αύτην ήσυχίαν.
Das philosophische Idealbild des über allem Irdischen stehen-
den vollkommenen Weisen hat Athanasius ins Christliche über-
tragen; die Erhabenheit und Kraft der Menschennatur soll sein
Antonius zeigen und eben dadurch zur Nachahmung locken 1).
Das zeigt sich noch klarer in dem ersten Teil der großen Predigt
über das Mönchtum. Wohl berührt der Eingang uns durch die
Nüchternheit und Trivialität etwas seltsam; er bietet aus der
philosophischen Mahnrede nur die beiden Gedanken: die Zeit des
Menschenlebens ist verschwindend kurz im Vergleich mit dem
αίών (c. 16), und die Güter der Erde sind vergänglich und minder-
wertig gegenüber den Tugenden (c. 17) 2). Dann folgt nach einer
kurzen rein christlichen UnterbrSchung die entscheidende Mahnung,
die ich ganz ausschreiben muß (c. 20): ούκοΰν άρξάμενοι, καί έπι,-
βάντες ήδη τή όδώ τής άρετής έπεκτεινώμεθ-α μάλλον, ινα φΈάσωμεν
έπί τά έμπροσθεν. [καί μηδείς είς τά όττίσω στρεφέσΕω, ώς ή γυνή τοΰ
Λούτ, μάλί,στα δτι κύριος είρηκεν· ούδείς έπιβαλών τήν χεΐρα έπ’ άροτρον
καί στραφείς είς τά όπίσοο, εΰθ-ετός έστιν έν τή βασιλεία τών ούρανών.
τό δέ στραφήναι ούδέν έτερόν έστιν ή μεταμεληθ-ήναι καί πάλιν κοσμικά
φρονείν.] μή φοβεΐσΤε δέ άκούοντες περί άρετής, μηδέ ξενίζεσΕε περί
τοΰ όνόματος· ού γάρ μακράν άφ’ ήμών έστιν ούδ’ έξίθΕεν ήμών συνίστα-
ται, έν ήμΐν δέ έστι τό έργον καί εΰκολόν έστι τό πράγμα, έάν μόνον
Εελήσωμεν, [ Έλληνες μέν ούν άποδημοΰσι καί Εάλατταν περώσιν,
ΐνα γράμματα μάΕωσιν ήμεΐς δέ ού χρείαν έχομεν άποδημήσαι διά τήν
1 Gerade hieraus erkläre ich mir z. T. die starke Wirkung auf das
Abendland.
2 Ihre Aufzählung (p. 869 B) ist für die Arbeitsart des Athanasius
charakteristisch: άτινά έστι φρόνησις, δικαιοσύνη, σωφροσύνη, άνδρεία —
σύνεσις, άγάπη, φιλοπτωχία, πίστις ή είς Χριστόν, άοργησία, φιλοξενία. Neben
dem philosophischen Grundgedanken steht unverbunden die christliche Er-
weiterung. Ich klammere die ihr gehörigen Worte in dem folgenden Ab-
druck aus c. 30 ein.
Sitzungsbericht der Heidelb. Akademie, phil.-hist. Kl. 1914. 8. Abh.
3
33
καί διαίταί,ς έξαψέτοις εύσταθεία τε ψυχής κ α ί καταστολή
σώματος, ώντεέλάλει ή έπραττεν, εύδίακαί άκυ-
μ ά ν τ ω τ ι ν ί γ α λ ή ν η , μήτε οργή ποτε μήτε γέλοκα μήτε ζήλω
μήτε φί,λονεικία μήτε άλλη ταραχή ή προπετεία άλί,σκόμενος oder § 13
τή δέ τών λεπτών καί εύαναδότων έδωδή συμμετρηθείς, κάκ τούτου
όλιγοϋπνίαν καί εύαύγειαν καί ψυχής καθαρότητα κτησάμενος,
ύγείαν τε άκρί,βεστάτην καί άπαρέγκλί,τον τοΰ σώματος oder § 96 (aus
Nicomachus) ωοντο γάρ δεΐν μή πρότερόν τινί, έντυγχάνειν πρίν ή τήν
ίδίαν ψυχήν καταστ'ησουσι, καί δί,αρμόσονται, τήν δί,άνοιαν. άρμόδιον δέ
είναι τή καταστάσει τ ή ς δ ι α ν ο ί α ς τήν τοι,αύτην ήσυχίαν.
Das philosophische Idealbild des über allem Irdischen stehen-
den vollkommenen Weisen hat Athanasius ins Christliche über-
tragen; die Erhabenheit und Kraft der Menschennatur soll sein
Antonius zeigen und eben dadurch zur Nachahmung locken 1).
Das zeigt sich noch klarer in dem ersten Teil der großen Predigt
über das Mönchtum. Wohl berührt der Eingang uns durch die
Nüchternheit und Trivialität etwas seltsam; er bietet aus der
philosophischen Mahnrede nur die beiden Gedanken: die Zeit des
Menschenlebens ist verschwindend kurz im Vergleich mit dem
αίών (c. 16), und die Güter der Erde sind vergänglich und minder-
wertig gegenüber den Tugenden (c. 17) 2). Dann folgt nach einer
kurzen rein christlichen UnterbrSchung die entscheidende Mahnung,
die ich ganz ausschreiben muß (c. 20): ούκοΰν άρξάμενοι, καί έπι,-
βάντες ήδη τή όδώ τής άρετής έπεκτεινώμεθ-α μάλλον, ινα φΈάσωμεν
έπί τά έμπροσθεν. [καί μηδείς είς τά όττίσω στρεφέσΕω, ώς ή γυνή τοΰ
Λούτ, μάλί,στα δτι κύριος είρηκεν· ούδείς έπιβαλών τήν χεΐρα έπ’ άροτρον
καί στραφείς είς τά όπίσοο, εΰθ-ετός έστιν έν τή βασιλεία τών ούρανών.
τό δέ στραφήναι ούδέν έτερόν έστιν ή μεταμεληθ-ήναι καί πάλιν κοσμικά
φρονείν.] μή φοβεΐσΤε δέ άκούοντες περί άρετής, μηδέ ξενίζεσΕε περί
τοΰ όνόματος· ού γάρ μακράν άφ’ ήμών έστιν ούδ’ έξίθΕεν ήμών συνίστα-
ται, έν ήμΐν δέ έστι τό έργον καί εΰκολόν έστι τό πράγμα, έάν μόνον
Εελήσωμεν, [ Έλληνες μέν ούν άποδημοΰσι καί Εάλατταν περώσιν,
ΐνα γράμματα μάΕωσιν ήμεΐς δέ ού χρείαν έχομεν άποδημήσαι διά τήν
1 Gerade hieraus erkläre ich mir z. T. die starke Wirkung auf das
Abendland.
2 Ihre Aufzählung (p. 869 B) ist für die Arbeitsart des Athanasius
charakteristisch: άτινά έστι φρόνησις, δικαιοσύνη, σωφροσύνη, άνδρεία —
σύνεσις, άγάπη, φιλοπτωχία, πίστις ή είς Χριστόν, άοργησία, φιλοξενία. Neben
dem philosophischen Grundgedanken steht unverbunden die christliche Er-
weiterung. Ich klammere die ihr gehörigen Worte in dem folgenden Ab-
druck aus c. 30 ein.
Sitzungsbericht der Heidelb. Akademie, phil.-hist. Kl. 1914. 8. Abh.
3