222
Aristophanes
fr. 786 K.-A.
Phot, (z) α 3258
αύτοϋ· άντί τού αύτόθι. Αριστοφάνης, αύτοϋ περί τό σπήλαιον (αύτ. π. τ. σπ. in
marg.)
autou (,dort‘): statt autothi (,an Ort und Stelle‘). Aristophanes. „Hier bei der
Höhle“
Metrum Ungewiß (—).
Zitatkontext Mit Kassel-Austin z. St. ist es zu bezweifeln, daß das am Rande
des Zavordensis geschriebene αύτοϋ περί τό σπήλαιον zum aristophanischen
Wortlaut gehört und somit ein bei Theodoridis 1982, z. St. gemutmaßtes neues
Fragment darstellt (das Fehlen der Form σπήλαιον in der Komödie ist aller-
dings ein weniger zwingendes Argument als der recht plausible Bezug auf
Hom. ε 68 αύτοϋ [...] περί σπείους, mit schol. (PQ) περί τό σπήλαιον); vgl.
Hsch. α 8477 (αύτοϋ- *έκεΐ vgAS αύτόθι. επί τόπου [Hom. Α 428; vgl. schol.
Hom. (D) Α 428] ευθύς).
Interpretation Das Adv. αύτοϋ im Sinne von αύτόθι ist bereits homerisch
(z. B. Hom. B 237, κ 271), auch in Prosa und Tragödie zu finden (vgl. etwa
Aesch. Ag. 452 αύτοϋ περί τείχος, Soph. OC 78 τοΐς ένθάδ’ αύτοϋ μή κατ’
άστυ δημόταις) und ist in der Komödie im Vergleich zu konkurrierendem
αύτόθι (in der Archaia nur zweimal belegt: Ar. Equ. 119 φέρ’ ’ίδω, τί άρ’ ενεστιν
αύτόθι;, Ran. 274-5 κατεΐδες ούν που τούς πατραλοίας αύτόθι / καί τούς
επιόρκους, οϋς έλεγεν ήμΐν;) weit häufiger vertreten, speziell in Verbindung
mit Verben des Stehens / Bleibens (insgesamt 18mal allein bei Aristophanes:
Ach. 815 ώνήσομαί σοι. περίμεν’ αύτοϋ, Vesp. 765-6 άλλ’ ενθάδε / αύτοϋ
μενών δίκαζε τοισιν οίκέταις, 814 αύτοϋ μενών γάρ τήν φακήν ροφήσομαι,
971-2 αύτοϋ μενών γάρ, άττ’ άν ε’ισω τις φέρη, / τούτων μεταιτεϊ τό μέρος,
Pac. 88-9 κατ’ οίκους / αύτοϋ μεϊνον τούς ήμετέρους, 1269 αύτοϋ παρ’ εμέ
στάν πρότερον άναβαλοϋ ’νθαδί, Αν. 663 έκβίβασον αύτοϋ, προς θεών, αύτήν,
845-6 σύ δέ γ’ αύτοϋ μένων / οίμωζε παρ’ έμ’, 1200 έχ’ άτρέμας- αύτοϋ στήθ’·
έπίσχες τού δρόμου, Lys. 757 ού τάμφιδρόμια τής κυνής αύτοϋ μενεΐς;, Thesm.
610 αϋτη σύ, ποΐ στρέφει; μέν’ αύτοϋ, Ran. 577-8 άλλ’ είμ’ έπί τον Κλέων’,
ος αύτοϋ τήμερον / έκπηνιεϊται ταΰτα προσκαλούμενος, 626 αύτοϋ μέν ούν,
ϊνα σοι κατ’ οφθαλμούς λέγη, Eccl. 912 μόνη δ’ αύτοϋ λείπομ’, 1060-2 εί δέ
μή, / αύτοϋ τι δρώντα πυρρόν όψει μ’ αύτίκα / ύπό τού δέους, 1127 αύτοϋ
μένουσ’ ήμΐν γ’ άν έξευρεΐν δοκεΐς, Plut. 1056 αύτοϋ, λαβοΰσα κάρυα, 1186-7
τον ούν Δία τον σωτήρα καύτός μοι δοκώ / χαίρειν έάσας ένθάδ’ αύτοϋ
καταμένειν; in Thesm. 230 έχ’ άτρέμα σαύτόν betrachten Austin-Olson 2004,
Aristophanes
fr. 786 K.-A.
Phot, (z) α 3258
αύτοϋ· άντί τού αύτόθι. Αριστοφάνης, αύτοϋ περί τό σπήλαιον (αύτ. π. τ. σπ. in
marg.)
autou (,dort‘): statt autothi (,an Ort und Stelle‘). Aristophanes. „Hier bei der
Höhle“
Metrum Ungewiß (—).
Zitatkontext Mit Kassel-Austin z. St. ist es zu bezweifeln, daß das am Rande
des Zavordensis geschriebene αύτοϋ περί τό σπήλαιον zum aristophanischen
Wortlaut gehört und somit ein bei Theodoridis 1982, z. St. gemutmaßtes neues
Fragment darstellt (das Fehlen der Form σπήλαιον in der Komödie ist aller-
dings ein weniger zwingendes Argument als der recht plausible Bezug auf
Hom. ε 68 αύτοϋ [...] περί σπείους, mit schol. (PQ) περί τό σπήλαιον); vgl.
Hsch. α 8477 (αύτοϋ- *έκεΐ vgAS αύτόθι. επί τόπου [Hom. Α 428; vgl. schol.
Hom. (D) Α 428] ευθύς).
Interpretation Das Adv. αύτοϋ im Sinne von αύτόθι ist bereits homerisch
(z. B. Hom. B 237, κ 271), auch in Prosa und Tragödie zu finden (vgl. etwa
Aesch. Ag. 452 αύτοϋ περί τείχος, Soph. OC 78 τοΐς ένθάδ’ αύτοϋ μή κατ’
άστυ δημόταις) und ist in der Komödie im Vergleich zu konkurrierendem
αύτόθι (in der Archaia nur zweimal belegt: Ar. Equ. 119 φέρ’ ’ίδω, τί άρ’ ενεστιν
αύτόθι;, Ran. 274-5 κατεΐδες ούν που τούς πατραλοίας αύτόθι / καί τούς
επιόρκους, οϋς έλεγεν ήμΐν;) weit häufiger vertreten, speziell in Verbindung
mit Verben des Stehens / Bleibens (insgesamt 18mal allein bei Aristophanes:
Ach. 815 ώνήσομαί σοι. περίμεν’ αύτοϋ, Vesp. 765-6 άλλ’ ενθάδε / αύτοϋ
μενών δίκαζε τοισιν οίκέταις, 814 αύτοϋ μενών γάρ τήν φακήν ροφήσομαι,
971-2 αύτοϋ μενών γάρ, άττ’ άν ε’ισω τις φέρη, / τούτων μεταιτεϊ τό μέρος,
Pac. 88-9 κατ’ οίκους / αύτοϋ μεϊνον τούς ήμετέρους, 1269 αύτοϋ παρ’ εμέ
στάν πρότερον άναβαλοϋ ’νθαδί, Αν. 663 έκβίβασον αύτοϋ, προς θεών, αύτήν,
845-6 σύ δέ γ’ αύτοϋ μένων / οίμωζε παρ’ έμ’, 1200 έχ’ άτρέμας- αύτοϋ στήθ’·
έπίσχες τού δρόμου, Lys. 757 ού τάμφιδρόμια τής κυνής αύτοϋ μενεΐς;, Thesm.
610 αϋτη σύ, ποΐ στρέφει; μέν’ αύτοϋ, Ran. 577-8 άλλ’ είμ’ έπί τον Κλέων’,
ος αύτοϋ τήμερον / έκπηνιεϊται ταΰτα προσκαλούμενος, 626 αύτοϋ μέν ούν,
ϊνα σοι κατ’ οφθαλμούς λέγη, Eccl. 912 μόνη δ’ αύτοϋ λείπομ’, 1060-2 εί δέ
μή, / αύτοϋ τι δρώντα πυρρόν όψει μ’ αύτίκα / ύπό τού δέους, 1127 αύτοϋ
μένουσ’ ήμΐν γ’ άν έξευρεΐν δοκεΐς, Plut. 1056 αύτοϋ, λαβοΰσα κάρυα, 1186-7
τον ούν Δία τον σωτήρα καύτός μοι δοκώ / χαίρειν έάσας ένθάδ’ αύτοϋ
καταμένειν; in Thesm. 230 έχ’ άτρέμα σαύτόν betrachten Austin-Olson 2004,