34
Rudolf Asmus:
λέληθας (vgl. VII 280, 1) und hierzu P 199 τό μηδέν λεληθέναι
τον Σωκράτην των . . . κατά τήν . . . έπιτηδειότητα (vgl. 5; 41; 153)
... πώς ού δαιμόνιον; vgl. 109D; Ρ82; 142; Ο 43 ff.; 52; 68. —
243, 19 προτρέπει : Ρ 100; Ο 31. — 243, 23 το . . . ΓΣ . . . πρό-
κειται. . . . του τεμένους (vgl. VII 278, 4) : Ρ 5; 199 JPr 8, 20.
Diese ganze Ausführung über die Herkunft des Kynismus
ist nichts anderes als eine Variation über die sokratische Einschär-
fung des ΓΣ. Denn nach 0 145 z. 119Aff. sind in den Worten des
Philosophen 124A: πειθόμενος έμοί τε και τώ έν Δελφοΐς γράμματι
ΓΣ drei Reinigungsmethoden vereint enthalten: έστι γάρ καθαρ-
θήναι και διά του άποφυγεΐν εις τεμένη ή εις διδασκάλους ή διά του
άσχολεΐσθαι έντυγχάνοντα βιβλίοις: vgl. 259, 5 έντυγχάνειν; 263, 2
βίβλος; VII 280, 3; 305, 10 βιβλίον; 276, 16 σχολή; 280, 8; 305, 15;
306, 16 ασχολία. Angesichts dieser geradezu kanonischen Wertung
der Orakel, die auch in der häufigen Anrufung ihrer Autorität1
ihren bezeichnenden Ausdruck findet, begreift man die energische
Ablehnung des Kynikers Oinomaos 257,22; VII 273, 6ff. Ist er
doch nach VII 271, 8 der Verfasser der beiden diese herabziehenden
Schriften Του κυνός αύτοφωνία und Κατά των χρηστηράον2.
Das Ergebnis der historisch-genetischen Untersuchung, die
Jamblichos über den Ursprung der Philosophie angestellt hatte,
steht an der Stelle, die uns in seinem Alkibiadeskommentar die
Hauptquelle Julians hat erkennen lassen: ηύρήκαμεν, so lautet sie
243, 25 im Zusammenhang, δή τον αρχηγέτην τής φιλοσοφίας, ώς
που καί δ δαιμόνιος φησιν Ιάμβλιχος, αλλά καί τούς κορυφαίους έν αύτή,
Άντισθένην καί Διογένη καί Κράτητα, οις του βίου σκοπός ήν καί τέλος
αύτούς οίμαι γνώναι καί των κενών ύπεριδεΐν δοξών, άληθείας δέ, ή
πάντων μέν αγαθών θεοΐς, πάντων δέ άνθρώποις ηγείται (JPr 94, 9ff.
= Legg. 730 Β), όλη φασίν έπιδράξασθαι τή διανοία, ής οίμαι καί Πλάτων
καί Πυθαγόρας καί Σωκράτης οι τε έκ του Περιπάτου καί Ζήνων ένεκα
πάντα ύπέμειναν πόνον αύτούς . . . έθέλοντες γνώναι. -—- εί . . . έροιτό
τις (vgl. 105Α) . . . Πλάτωνα· τό ΓΣ πόσου νενόμικας άξιον;
του παντός άν φήσειε, καί λέγει δέ έν Αλκιβιάδη. Sie beweist
dadurch, daß sie in ihrer auf den Kynismus zugespitzten Fassung
den Antisthenes, Diogenes und Krates in unmittelbarem Zusam-
menhang mit Apollo als τούς κορυφαίους (vgl. O 2; 40 ff.; 47) in
1 S. Brambs I 47 ff.
2 S. Crusius, Rhein. Museum 44, 309 ff.; Saarmann, De Oenomao Gada-
reno. Diss. Tübing. 1887, 15; Valette 2, 1; 10ff.
Rudolf Asmus:
λέληθας (vgl. VII 280, 1) und hierzu P 199 τό μηδέν λεληθέναι
τον Σωκράτην των . . . κατά τήν . . . έπιτηδειότητα (vgl. 5; 41; 153)
... πώς ού δαιμόνιον; vgl. 109D; Ρ82; 142; Ο 43 ff.; 52; 68. —
243, 19 προτρέπει : Ρ 100; Ο 31. — 243, 23 το . . . ΓΣ . . . πρό-
κειται. . . . του τεμένους (vgl. VII 278, 4) : Ρ 5; 199 JPr 8, 20.
Diese ganze Ausführung über die Herkunft des Kynismus
ist nichts anderes als eine Variation über die sokratische Einschär-
fung des ΓΣ. Denn nach 0 145 z. 119Aff. sind in den Worten des
Philosophen 124A: πειθόμενος έμοί τε και τώ έν Δελφοΐς γράμματι
ΓΣ drei Reinigungsmethoden vereint enthalten: έστι γάρ καθαρ-
θήναι και διά του άποφυγεΐν εις τεμένη ή εις διδασκάλους ή διά του
άσχολεΐσθαι έντυγχάνοντα βιβλίοις: vgl. 259, 5 έντυγχάνειν; 263, 2
βίβλος; VII 280, 3; 305, 10 βιβλίον; 276, 16 σχολή; 280, 8; 305, 15;
306, 16 ασχολία. Angesichts dieser geradezu kanonischen Wertung
der Orakel, die auch in der häufigen Anrufung ihrer Autorität1
ihren bezeichnenden Ausdruck findet, begreift man die energische
Ablehnung des Kynikers Oinomaos 257,22; VII 273, 6ff. Ist er
doch nach VII 271, 8 der Verfasser der beiden diese herabziehenden
Schriften Του κυνός αύτοφωνία und Κατά των χρηστηράον2.
Das Ergebnis der historisch-genetischen Untersuchung, die
Jamblichos über den Ursprung der Philosophie angestellt hatte,
steht an der Stelle, die uns in seinem Alkibiadeskommentar die
Hauptquelle Julians hat erkennen lassen: ηύρήκαμεν, so lautet sie
243, 25 im Zusammenhang, δή τον αρχηγέτην τής φιλοσοφίας, ώς
που καί δ δαιμόνιος φησιν Ιάμβλιχος, αλλά καί τούς κορυφαίους έν αύτή,
Άντισθένην καί Διογένη καί Κράτητα, οις του βίου σκοπός ήν καί τέλος
αύτούς οίμαι γνώναι καί των κενών ύπεριδεΐν δοξών, άληθείας δέ, ή
πάντων μέν αγαθών θεοΐς, πάντων δέ άνθρώποις ηγείται (JPr 94, 9ff.
= Legg. 730 Β), όλη φασίν έπιδράξασθαι τή διανοία, ής οίμαι καί Πλάτων
καί Πυθαγόρας καί Σωκράτης οι τε έκ του Περιπάτου καί Ζήνων ένεκα
πάντα ύπέμειναν πόνον αύτούς . . . έθέλοντες γνώναι. -—- εί . . . έροιτό
τις (vgl. 105Α) . . . Πλάτωνα· τό ΓΣ πόσου νενόμικας άξιον;
του παντός άν φήσειε, καί λέγει δέ έν Αλκιβιάδη. Sie beweist
dadurch, daß sie in ihrer auf den Kynismus zugespitzten Fassung
den Antisthenes, Diogenes und Krates in unmittelbarem Zusam-
menhang mit Apollo als τούς κορυφαίους (vgl. O 2; 40 ff.; 47) in
1 S. Brambs I 47 ff.
2 S. Crusius, Rhein. Museum 44, 309 ff.; Saarmann, De Oenomao Gada-
reno. Diss. Tübing. 1887, 15; Valette 2, 1; 10ff.