Incertarum fabularum fragmenta (fr. 814)
257
μέν ή κλίνη, εύνή δέ ή έπ’ αύτήν στρωμνή κατά τό, έμβάλετ’ εύνή δέμνια καί
χλαίναν, α περ εξηγείται την εύνήν, άλλα τό ένεύναιον άμφότερα δηλοϊ,
την τε είρημένην δηλαδή εύνήν καί τό υποκείμενον λέχος, in Od. ρ. 227,29
δήλον γάρ ότι ένεύναιον, ώ ένεύδει τις ήτοι έγκοιμάται, Apoll. Soph. ρ. 69,6
ένεύναιον έγκοίτιον, καί ένευναίων των έγκοιμησομένων; vgl. auch Poll. VI10
τά δ’ είς κοίτην στρώματα ένεύναια λέγουσιν, X 123 δειπνήσαντι δέ καί προς
κοίτην τραπομένω τά μέν στρώματα καί έπιβλήματα προείρηται, έν καιρώ
δ’ άν ε’ίη τό παρ’ Ομήρω ίμάτιον ένεύναιον καί παρεύναιον μέγα καί δασύ,
Hsch. ε 2964 ένευναίου· έγκοιτίου ένεύναιον μέγα καί πολύ- έγκοίτιον, χ 424
χήτει ένευναίων ένδεία των έγκοιμησομένων ήτοι περιβολαίων).
Interpretation Bei ένεύναιον (έν + εύνή ,Bett', ,Lager“) handelt es sich um
die substantivierte Form des Adj. ένεύναιος, das etwas, worauf man schläft
bezeichnet. Beide sind bereits homerisch: in Hom. ξ 50-1 (έστόρεσεν δ’ έπί
δέρμα ίονθάδος άγριου αίγός, / αύτοϋ ένεύναιον, μέγα καί δασύ) bezieht sich
das Adj. auf ein dickes Ziegenfell, worauf der Schweinehirt zu schlafen pflegte;
in π 34-5 (Όδυσσήος δέ που εύνή / χήτει ένευναίων κάκ’ άράχνια κεϊται
έχουσα) sind die ένεύναια das Bettzeug, das in Odysseus’ Lager während sei-
ner Abwesenheit fehlte (vgl. ArchHom P 10-1 und LfgrE 2,583); der zeitlich
nächste Beleg nach Aristophanes entstammt erst dem 2. Jh. n. Chr. (Hierocl.
Eiern, eth. col. 5,1 p. 25 v.Arnim εί καί βαθυτάτω πεπιεσμένοι τύχοιμεν ύπνω,
όμως έφελκόμεθα τά ένεύναια καί περισκέπομεν τά ψυχόμενα).
Die Definition des eneunaion als Kleid (fiimatiori) dürfte in dem Sinne ver-
standen werden, daß speziell in der Komödie diverse, besonders warme und
dicke Kleidungsstücke bei Gelegenheit auch als Bettdecken eingesetzt werden
konnten, so z. B. die oft bei Aristophanes erwähnte σισύρα, ein zottiger Rock
aus Ziegenfell (vgl. Ar. Nub. 10 έν πέντε σισύραις έγκεκορδυλημένος, vom
schlafenden Pheidippides, Αν. 121-2 ε’ί τινα πόλιν φράσειας ήμίν εϋερον /
ώσπερ σισύραν έγκατακλινήναι μαλθακήν, mit Dunbar 1995, ζ. St.: „Tbe
simile makes the point clear, σισύρα being a cloak of unshorn sheep or goat
skin serving also as blanket“; vgl. auch Eccl. 840 κλΐναί τε σισυρών; ähn-
liches gilt ebenso für die χλαίναι; zu antiken Betten und entsprechenden
Bedeckungen vgl. Mau 1897); andererseits ist, gerade bei den Komikern, ein
χιτών εύνητήρ bezeugt (Poll. X 123 καί ό παρά τοΐς κωμωδοΐς χιτών εύνητήρ
[com. adesp. fr. 816] ός τοϋ νΰν έγκοιμήτωρ ήδίων), der eindeutig für ein
Bettkleid steht.
257
μέν ή κλίνη, εύνή δέ ή έπ’ αύτήν στρωμνή κατά τό, έμβάλετ’ εύνή δέμνια καί
χλαίναν, α περ εξηγείται την εύνήν, άλλα τό ένεύναιον άμφότερα δηλοϊ,
την τε είρημένην δηλαδή εύνήν καί τό υποκείμενον λέχος, in Od. ρ. 227,29
δήλον γάρ ότι ένεύναιον, ώ ένεύδει τις ήτοι έγκοιμάται, Apoll. Soph. ρ. 69,6
ένεύναιον έγκοίτιον, καί ένευναίων των έγκοιμησομένων; vgl. auch Poll. VI10
τά δ’ είς κοίτην στρώματα ένεύναια λέγουσιν, X 123 δειπνήσαντι δέ καί προς
κοίτην τραπομένω τά μέν στρώματα καί έπιβλήματα προείρηται, έν καιρώ
δ’ άν ε’ίη τό παρ’ Ομήρω ίμάτιον ένεύναιον καί παρεύναιον μέγα καί δασύ,
Hsch. ε 2964 ένευναίου· έγκοιτίου ένεύναιον μέγα καί πολύ- έγκοίτιον, χ 424
χήτει ένευναίων ένδεία των έγκοιμησομένων ήτοι περιβολαίων).
Interpretation Bei ένεύναιον (έν + εύνή ,Bett', ,Lager“) handelt es sich um
die substantivierte Form des Adj. ένεύναιος, das etwas, worauf man schläft
bezeichnet. Beide sind bereits homerisch: in Hom. ξ 50-1 (έστόρεσεν δ’ έπί
δέρμα ίονθάδος άγριου αίγός, / αύτοϋ ένεύναιον, μέγα καί δασύ) bezieht sich
das Adj. auf ein dickes Ziegenfell, worauf der Schweinehirt zu schlafen pflegte;
in π 34-5 (Όδυσσήος δέ που εύνή / χήτει ένευναίων κάκ’ άράχνια κεϊται
έχουσα) sind die ένεύναια das Bettzeug, das in Odysseus’ Lager während sei-
ner Abwesenheit fehlte (vgl. ArchHom P 10-1 und LfgrE 2,583); der zeitlich
nächste Beleg nach Aristophanes entstammt erst dem 2. Jh. n. Chr. (Hierocl.
Eiern, eth. col. 5,1 p. 25 v.Arnim εί καί βαθυτάτω πεπιεσμένοι τύχοιμεν ύπνω,
όμως έφελκόμεθα τά ένεύναια καί περισκέπομεν τά ψυχόμενα).
Die Definition des eneunaion als Kleid (fiimatiori) dürfte in dem Sinne ver-
standen werden, daß speziell in der Komödie diverse, besonders warme und
dicke Kleidungsstücke bei Gelegenheit auch als Bettdecken eingesetzt werden
konnten, so z. B. die oft bei Aristophanes erwähnte σισύρα, ein zottiger Rock
aus Ziegenfell (vgl. Ar. Nub. 10 έν πέντε σισύραις έγκεκορδυλημένος, vom
schlafenden Pheidippides, Αν. 121-2 ε’ί τινα πόλιν φράσειας ήμίν εϋερον /
ώσπερ σισύραν έγκατακλινήναι μαλθακήν, mit Dunbar 1995, ζ. St.: „Tbe
simile makes the point clear, σισύρα being a cloak of unshorn sheep or goat
skin serving also as blanket“; vgl. auch Eccl. 840 κλΐναί τε σισυρών; ähn-
liches gilt ebenso für die χλαίναι; zu antiken Betten und entsprechenden
Bedeckungen vgl. Mau 1897); andererseits ist, gerade bei den Komikern, ein
χιτών εύνητήρ bezeugt (Poll. X 123 καί ό παρά τοΐς κωμωδοΐς χιτών εύνητήρ
[com. adesp. fr. 816] ός τοϋ νΰν έγκοιμήτωρ ήδίων), der eindeutig für ein
Bettkleid steht.