267
Incertarum fabularum fragmenta
fr. 53 K.-A. (52 K.)
όστις γαμεϊν βουλεύετ’, ού βουλεύεται
όρθώς, διότι βουλευσάμενος χούτω γαμεϊ.
πολλών κακών γάρ έστιν αρχή τω βίω.
ή γάρ πένης ών τήν γυναίκα χρήματα
5 λαβών έχει δέσποιναν, ού γυναϊκ’ έτι,
ής έστι δούλος καί πένης. ήν δ’ αύ λάβη
μηδέν φερομένην, δούλος αύτός γίγνεται·
δει γάρ τό λοιπόν άνθ’ ένός τρέφειν δύο.
άλλ’ έλαβεν αΐσχράν· ού βιωτόν έστ’ έτι,
ίο ούδ’ είσοδος τό παράπαν εις τήν οικίαν,
άλλ’ έλαβεν ώραίαν τις· ούδέν γίγνεται
μάλλον τι τού γήματος ή τών γειτόνων,
ώστ’ ούδαμώς κακού γ’ άμαρτεϊν γίγνεται
habent SMA
1 βουλεύετ(αι) ex βούλεται corr. SM2A 2 βουλευσάμενος Diggle: βουλεύεται SMA
3 γάρ έστιν άρχή τω SMA: άρχηγόν ούσαν τω (sublata post ν. 2 interpunctione)
Nauck: γάρ έστιν άρχηγός Schmidt 4-7 ήν γάρ / ϊσ’ έστι.... ήν δ’ αύ λάβη
/..., δούλος διττώς γίγνεται Papabasileiou 6 καί πένης SMA: καί πελάτης Emperius:
παντελώς vel διατελής Schmidt: κούκ άνήρ Kock (ούκ άνήρ Blaydes): καν πένης ών αύ
λάβη Schenkl: ήν πένης δ’ ών αύ λάβη Olson 7 αύτός ΜΑ (def. Hense): αύτός S:
αύθις Gesner: αϋτως Scaliger: αύτώ Paley: αύτοΰ Schenkl: εύθύς Blaydes γίνεται
SMA: corn Morelius (item 11, 13) 9 άλλ’ SMA: εί δ’ Blaydes 9-10 post ν. 12
dub. transp. Hense
Whoever plans to marry, does not plan
well, because after planning he marries even so.
For this is the beginning of many evils in his life;
for if he is poor, after taking money he has
5 his wife as a master, no longer a wife:
he is her slave and poor. But if one takes
a woman who brings nothing, he too becomes a slave;
for it is necessary in the future to support two instead of one.
Suppose he takes an ugly one; life is no longer liveable,
io nor is there any entrance at all into the house.
Suppose someone takes a beautiful one; she belongs
to the one who married her no more than to the neighbors.
So there is no way to avoid trouble
Incertarum fabularum fragmenta
fr. 53 K.-A. (52 K.)
όστις γαμεϊν βουλεύετ’, ού βουλεύεται
όρθώς, διότι βουλευσάμενος χούτω γαμεϊ.
πολλών κακών γάρ έστιν αρχή τω βίω.
ή γάρ πένης ών τήν γυναίκα χρήματα
5 λαβών έχει δέσποιναν, ού γυναϊκ’ έτι,
ής έστι δούλος καί πένης. ήν δ’ αύ λάβη
μηδέν φερομένην, δούλος αύτός γίγνεται·
δει γάρ τό λοιπόν άνθ’ ένός τρέφειν δύο.
άλλ’ έλαβεν αΐσχράν· ού βιωτόν έστ’ έτι,
ίο ούδ’ είσοδος τό παράπαν εις τήν οικίαν,
άλλ’ έλαβεν ώραίαν τις· ούδέν γίγνεται
μάλλον τι τού γήματος ή τών γειτόνων,
ώστ’ ούδαμώς κακού γ’ άμαρτεϊν γίγνεται
habent SMA
1 βουλεύετ(αι) ex βούλεται corr. SM2A 2 βουλευσάμενος Diggle: βουλεύεται SMA
3 γάρ έστιν άρχή τω SMA: άρχηγόν ούσαν τω (sublata post ν. 2 interpunctione)
Nauck: γάρ έστιν άρχηγός Schmidt 4-7 ήν γάρ / ϊσ’ έστι.... ήν δ’ αύ λάβη
/..., δούλος διττώς γίγνεται Papabasileiou 6 καί πένης SMA: καί πελάτης Emperius:
παντελώς vel διατελής Schmidt: κούκ άνήρ Kock (ούκ άνήρ Blaydes): καν πένης ών αύ
λάβη Schenkl: ήν πένης δ’ ών αύ λάβη Olson 7 αύτός ΜΑ (def. Hense): αύτός S:
αύθις Gesner: αϋτως Scaliger: αύτώ Paley: αύτοΰ Schenkl: εύθύς Blaydes γίνεται
SMA: corn Morelius (item 11, 13) 9 άλλ’ SMA: εί δ’ Blaydes 9-10 post ν. 12
dub. transp. Hense
Whoever plans to marry, does not plan
well, because after planning he marries even so.
For this is the beginning of many evils in his life;
for if he is poor, after taking money he has
5 his wife as a master, no longer a wife:
he is her slave and poor. But if one takes
a woman who brings nothing, he too becomes a slave;
for it is necessary in the future to support two instead of one.
Suppose he takes an ugly one; life is no longer liveable,
io nor is there any entrance at all into the house.
Suppose someone takes a beautiful one; she belongs
to the one who married her no more than to the neighbors.
So there is no way to avoid trouble