74
Lysippos
ώσπερ Βούδιος Dies ist die im Attischen der Komödie zu erwartende
Konjunktion für Vergleiche (vgl. etwa Ar. Ach. 351 ό λάρκος ένετίλησεν ώσπερ
σηπία, Equ. 415 άπομαγδαλιάς ώσπερ κύων;, Nub. 70 ώσπερ Μεγακλέης,
ξυστίδ’ έχων, Vesp. 105 ώσπερ λεπάς προσεχόμενος τώ κίονι, 226-7 καί
κεκραγότες / πηδώσι καί βάλλουσιν ώσπερ φέψαλοι, 351 είτ’ έκδΰναι ρά-
κεσιν κρυφθείς ώσπερ πολύμητις Όδυσσεύς;, Pac. 481-2 έλκουσιν δ’ δμως /
γλισχρότατα, σαρκάζοντες ώσπερ κυνίδια, 641 είτ’ άν ύμεΐς τούτον ώσπερ
κυνίδι’ έσπαράττετε, 924 χύτραισιν, ώσπερ μεμφόμενον Έρμίδιον;, 1177-8
κάτα φεύγει πρώτος ώσπερ ξουθός ίππαλεκτρυών / τούς λόφους σείων,
Αν. 401-2 καί τον θυμόν κατάθου κύψας / παρά τήν οργήν ώσπερ οπλίτης,
670 δσον δ’ έχει τον χρυσόν, ώσπερ παρθένος, 1328 πάνυ γάρ βραδύς έστί
τις ώσπερ όνος, Lys. 558 περιέρχονται κατά τήν άγοράν ξύν όπλοις ώσπερ
Κορύβαντες, Eccl. 924 άδ’ όπόσα βούλει καί παράκυφθ’ ώσπερ γαλή, Plut.
1095-6 ώς έντόνως, ώ Ζεΰ βασιλεύ, τό γράδιον / ώσπερ λεπάς τώ μειρακίω
προσείχετο, Cratin. fr. 45 [Dionysalexandros] ό δ’ ήλίθιος ώσπερ πρόβατον
βή βή λέγων βαδίζει, Eup. fr. 113 [Demoi] τί κέκραγας ώσπερ Βουζύγης
άδικούμενος;).
Zu Βούδιος vgl. hier oben, Interpretation.
fr. 10 K.-A. (10 K.)
Phot, σ 54
σάμακα· Ερατοσθένης άπέδωκε τον φορμόν· άμεινον δέ τον τοξικόν κάλαμον·
ούτως Λύσιππος (Λυκόφρων vel Δίδυμος Μ. Schmidt)
samax (,Binsenmatte', Akk. Sg.): Eratosthenes (Erat. fr. 121 Strecker) gab es als ,Matte'
wieder; besser aber als ,S c h i 1 f für P f e il e‘: so Lysippos
Metrum Ungewiß (K-yK-yK-y).
Zitatkontext Photios beruft sich ausdrücklich auf den alexandrinischen
Philologen Eratosthenes von Kyrene (Erat. fr. 121 Strecker). Für den über-
lieferten Komikernamen schlägt Schmidt 1854, 56 alternativ die Namen von
Lykophron oder Didymos vor: diese Annahme, die ein Komikerzitat durch
eine gelehrte Debatte ersetzt, erscheint als nicht notwendig, zumal das ent-
sprechende Wort beim Komödiendichter Chionides belegt ist (vgl. hier unten,
Interpretation).
Interpretation Das Wort σάμαξ ,Binsenmatte' (LSJ s.v. „rush-mat, used as a
bed in war“; Etymologie unklar: vgl. Frisk GEW, s. v.) erscheint in der Komödie
sonst nur in Chion. fr. 1 [Heröes] (πολλούς έγώδα κού κατά σέ νεανίας / φρου-
Lysippos
ώσπερ Βούδιος Dies ist die im Attischen der Komödie zu erwartende
Konjunktion für Vergleiche (vgl. etwa Ar. Ach. 351 ό λάρκος ένετίλησεν ώσπερ
σηπία, Equ. 415 άπομαγδαλιάς ώσπερ κύων;, Nub. 70 ώσπερ Μεγακλέης,
ξυστίδ’ έχων, Vesp. 105 ώσπερ λεπάς προσεχόμενος τώ κίονι, 226-7 καί
κεκραγότες / πηδώσι καί βάλλουσιν ώσπερ φέψαλοι, 351 είτ’ έκδΰναι ρά-
κεσιν κρυφθείς ώσπερ πολύμητις Όδυσσεύς;, Pac. 481-2 έλκουσιν δ’ δμως /
γλισχρότατα, σαρκάζοντες ώσπερ κυνίδια, 641 είτ’ άν ύμεΐς τούτον ώσπερ
κυνίδι’ έσπαράττετε, 924 χύτραισιν, ώσπερ μεμφόμενον Έρμίδιον;, 1177-8
κάτα φεύγει πρώτος ώσπερ ξουθός ίππαλεκτρυών / τούς λόφους σείων,
Αν. 401-2 καί τον θυμόν κατάθου κύψας / παρά τήν οργήν ώσπερ οπλίτης,
670 δσον δ’ έχει τον χρυσόν, ώσπερ παρθένος, 1328 πάνυ γάρ βραδύς έστί
τις ώσπερ όνος, Lys. 558 περιέρχονται κατά τήν άγοράν ξύν όπλοις ώσπερ
Κορύβαντες, Eccl. 924 άδ’ όπόσα βούλει καί παράκυφθ’ ώσπερ γαλή, Plut.
1095-6 ώς έντόνως, ώ Ζεΰ βασιλεύ, τό γράδιον / ώσπερ λεπάς τώ μειρακίω
προσείχετο, Cratin. fr. 45 [Dionysalexandros] ό δ’ ήλίθιος ώσπερ πρόβατον
βή βή λέγων βαδίζει, Eup. fr. 113 [Demoi] τί κέκραγας ώσπερ Βουζύγης
άδικούμενος;).
Zu Βούδιος vgl. hier oben, Interpretation.
fr. 10 K.-A. (10 K.)
Phot, σ 54
σάμακα· Ερατοσθένης άπέδωκε τον φορμόν· άμεινον δέ τον τοξικόν κάλαμον·
ούτως Λύσιππος (Λυκόφρων vel Δίδυμος Μ. Schmidt)
samax (,Binsenmatte', Akk. Sg.): Eratosthenes (Erat. fr. 121 Strecker) gab es als ,Matte'
wieder; besser aber als ,S c h i 1 f für P f e il e‘: so Lysippos
Metrum Ungewiß (K-yK-yK-y).
Zitatkontext Photios beruft sich ausdrücklich auf den alexandrinischen
Philologen Eratosthenes von Kyrene (Erat. fr. 121 Strecker). Für den über-
lieferten Komikernamen schlägt Schmidt 1854, 56 alternativ die Namen von
Lykophron oder Didymos vor: diese Annahme, die ein Komikerzitat durch
eine gelehrte Debatte ersetzt, erscheint als nicht notwendig, zumal das ent-
sprechende Wort beim Komödiendichter Chionides belegt ist (vgl. hier unten,
Interpretation).
Interpretation Das Wort σάμαξ ,Binsenmatte' (LSJ s.v. „rush-mat, used as a
bed in war“; Etymologie unklar: vgl. Frisk GEW, s. v.) erscheint in der Komödie
sonst nur in Chion. fr. 1 [Heröes] (πολλούς έγώδα κού κατά σέ νεανίας / φρου-