Metadaten

Bagordo, Andreas; Leucon
Fragmenta comica (FrC) ; Kommentierung der Fragmente der griechischen Komödie (Band 1,2): Leukon - Xenophilos: Einleitung, Übersetzung, Kommentar — Heidelberg: Verl. Antike, 2014

DOI Page / Citation link: 
https://doi.org/10.11588/diglit.47762#0178
License: Free access  - all rights reserved
Overview
Facsimile
0.5
1 cm
facsimile
Scroll
OCR fulltext
Incertarum fabularum fragmenta (fr. 12)

177

ταύτης ’Άλεξις έν Μυλωθρό; Prov. Bodl. 585 ε’ίρηται δε επί των έκτενώς προς
ότιούν βλεπόντων καί καταπληκτικόν τι δοκούντων όράν. οί δε εις κλοπήν
ύπονοουμένων· κωμωδοϋνται γάρ Άργεΐοι επί κλοπή, ώσπερ καί Σοφοκλής
έχρήσατο; vgl. Bühler 1999, 96-101): in einer Szene, die außer Philonides’ unbe-
kannter Komödie auch Alexis’ Mylöthros inspiriert haben muß (vgl. Göbel 1915,
41-2, Tsantsanoglou 1984, 143-4 und Arnott 1996, zu Alex. fr. 157 [Mylöthros]:
„The Argives whom Eriphyle saw - or thought she saw - may have astounded
or terrified her because they arrived (with Alcmaeon?) intending to kill her [...],
but we have no means of guessing what horrific sight greeted the Speakers in
the two comedies where the phrase is recorded [...], nor do we know whether
the phrase still retained tragic association for either comedian, or whether it
had become just a saying“). Die Variante mit dem Verb in der 2. Pers. Sg. ist
ebenfalls vertreten, aber nicht einfach zu erklären (vgl. Luc. Char. 24 Άργείους
όρας, ώ Χάρων, καί Λακεδαιμονίους καί τον ήμιθνήτα εκείνον στρατηγόν
Όθρυάδαν τον έπιγράφοντα τό τρόπαιον τό αύτοϋ άίματι, App. Prov. III 35
[CPG1423] καί γάρ Άργείους όρας· αϋτη Σοφόκλειος· πεποίηται γάρ Εριφύλη
προς Άλκμαίωνα λέγουσα, Macar. II 38 [CPG II147] Άργείους όρας· επί των
[προς] ότιούν άποβλεπόντων καταπληκτικότατα, Sud. α 3770 Άργείους όρας·
παροιμία επί των άτενώς καί καταπληκτικός όρωντων).

fr. 12 Κ.-Α. (2 Dem.)
Phot, (b, ζ) α 469 = Synag. (Σ1’) α 461 Cunn.
ά θ ή ρ· ή άκμή (άθήρη· άντί Synag.) τού ήκονημένου σιδήρου κατά μεταφοράν άπό
(έκ Phot.) τοΰ άθέρος, δ έστι (δς έ. Phot.) τοΰ άστάχυος (στ- Phot.) τό άκρον καί
λεπτότατον, άφ’ ού τό άθηρηλοιγόν καί άθερίζειν (άθηρήλατ(τ)ον καί άθέριζον codd.,
Cunningham, corr. Reitzenstein) πεποίηται (deficit Synag.), οϋτως Φιλωνίδης
ather (,Schneide, Spitze [einer Waffe] '): die Spitze eines geschärften Eisenstücks
im übertragenen Sinne aus der Granne, das die Spitze und dünnster Teil einer Ähre
ist, wovon auch athereloigon (,Worfschaufel‘, wörtl. ,Hachelverderber‘) [atherelatton
Cunningham] und atherizein (,verachten') [atherizon ,verachtend' Cunningham] ge-
bildet wurden, so Philonides
Metrum Ungewiß.
Zitatkontext Photios und die Synagoge hängen von Phryn. Praep. soph. p.
35,3 ab, mit dem sie nahezu wörtlich übereinstimmen. Bis λεπτότατον ist auch
Phot, α 475 (Ael. D. α 44 Erbse) identisch, das anders fortgesetzt wird (λέγεται
μεν ούν καί ή έπιδορατίς άθήρ. λέγεται δέ καί άθήρ πυρός, ως Ευριπίδης
Σθενεβοία [Eur. fr. 665a Kn.]· ,,παίω Χίμαιρας είς σφαγάς, πυρός δ’ άθήρ
 
Annotationen
© Heidelberger Akademie der Wissenschaften